κληματούμαι

κληματούμαι
κληματοῦμαι, -όομαι (Α) [κλήμα]
ξεπετάω πολλά κλαδιά όπως το ακλάδευτο κλήμα, βγάζω πολλούς κλώνους («κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”